- κατέδευσας
- καταδεύωwet throughaor ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδεύω — (Α) 1. περιχέω με υγρό, καταβρέχω («κατέδευσας ἐπὶ στήθεσσι χιτῶνα οἴνου ἀποβλύζων», Ομ. Ιλ.) 2. συγκινούμαι («ὁ καταδευόμενος τῇ καρδίᾳ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δεύω (Ι) «υγραίνω, βρέχω»] … Dictionary of Greek